πορτάρης

πορτάρης
πορτάρης ο
монастырский привратник – монах, несущий послушание у ворот монастыря

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πορτάρης" в других словарях:

  • πορτάρης — ὁ, ΝΜ, και πορτάρις Μ θυρωρός, φύλακας τής πύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. λατ. port aris < porta] …   Dictionary of Greek

  • οστιάριος — Τίτλος εκκλησιαστικός που καθιερώθηκε στο Βυζάντιο. Συνήθως δίδεται σε ψάλτες και αναγνώστες, ορισμένες όμως φορές και σε ιερείς. Μεταξύ των καθηκόντων του ο. ήταν η απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία ατόμων που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι ή που… …   Dictionary of Greek

  • πορτιέρης — ο θυρωρός, αλλ. πορτάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»